-
1 ενισχυω
черпать силу, укреплятьсяἐ. ἧττον Arst. — ослабевать, слабеть;ἐνίσχυσεν ὡς αὐτοὴ πρῶτοι τέν τῶν ἄστρων εὕρεσιν ἐποιήσαντο Diod. — укоренилось мнение, что они первые создали науку о звездах
См. также в других словарях:
ενισχύω — (AM ἐνισχύω) [ισχύω] δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τόν ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῑς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.) ισχύω, κρατώ 3. αποκτώ δυνάμεις … Dictionary of Greek